τελώ

τελώ
τελῶ, -έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α
1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ' ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ' ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.)
2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!
τελείωσαν όλα, φθάσαμε στο τέρμα («ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ιησοῡς εἶπε, τετέλεσται», ΚΔ)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τετελεσμένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει ήδη πραγματοποιηθεί, που είναι πλέον γεγονός
β) αναπότρεπτος
4. (το ουδ. τής παθ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τελούμενα
αυτά που συμβαίνουν, τα τεκταινόμενα
νεοελλ.
φρ. «τετελεσμένος μέλλοντας» — ο συντελεσμένος μέλλοντας
μσν.
είμαι, διατελώ («βασιλεὺς πάντων τελῶν Ἑλλήνων», Τζέτζ.)
αρχ.
1. τελειώνω, αποπερατώνω («κίνδυνον τελέσσαι», Επίχ.)
2. διανύω μια απόσταση (α. «τελέει δ' ὁδὸν οὔ ποτε ταύτην», Ομ. Οδ.
β. «ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐς Φάρσαλον ἐτέλεσε», Θουκ.)
3. (σχετικά με λόγο, υπόσχεση, ευχή) εκπληρώνω, πραγματοποιώ («κλύοντες Θεοὶ δικαίας λιτας ἁμετέρας τελεῑθ'» Αισχύλ.)
4. παρασκευάζω, παρέχω, δίνω («μὴ δή μοι τελέσωσι θεοὶ κακὰ κήδεια θυμῷ», Ομ. Ιλ.)
5. (σχετικά με χρόνο) συμπληρώνω, τελειώνω
6. καταλήγω («ἐξ ἀγαθοῡ γὰρ ἀρξάμενος τελέω τὸν λόγον εἰς ἀγαθόν», Λυρ. Αλ. Αδέσπ.)
7. βελτιώνω, τελειοποιώ («ἅπαντας ἡ παίδευσις τελεῑ», Μέν.)
8. προσφέρω δώρο, δωρίζω
9. πληρώνω φόρο, δασμό («μετοίκιον μηδὲ σμικρὸν τελοῡντι πλὴν τοῡ σωφρονεῑν», Πλάτ.)
10. (ειδικά) καταβάλλω την εισφορά σε σιτάρι που μού αναλογεί («ὥστε οἱ Φλειάσιοι τὸν ἥμισυν ψηφισάμενοι σῑτον τελεῑν ἤ πρόσθεν», Ξεν.)
11. δαπανώ, ξοδιάζω
12. (σχετικά με τροφή) καταναλώνω, τρώγω («[σιτία] μέτρια τελευμένα», Ιπποκρ.)
13. (με την πρόθεση εἰς) συγκαταριθμούμαι, υπολογίζομαι, ανήκω σε μια τάξη («ὕστερος γὰρ αὐτὸς εἰς ἀστοὺς τελῶ», Σοφ.)
14. μυώ κάποιον στα μυστήρια
15. αναγορεύω κάποιον σε ένα αξίωμα
16. (αμτβ.) α) φθάνω στο τέλος, τελειώνω («αὐταρ ἐπὴν νοῡσον τελέσῃ μέγαν εἰς ἐνιαυτόν», Ησίοδ.)
β) εκτελούμαι («οὐ γὰρ οἶδ' ὅπῃ τελεῑ», Αισχύλ.)
17. μέσ. τελοῡμαι, -έομαι
α) πεθαίνω
β) (για γυναίκα) είμαι παντρεμένη
18. παθ. α) (για χρήματα) πληρώνομαι, καταβάλλομαι
β) (για πρόσ.) φορολογούμαι («χώραν ἀτέλεστον ἔχουσιν αὐτοὶ τετελεσμένοι», Δημοσθ.)
γ) μαγεύομαι
19. (το αρσ. τής μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ τελέοντες
α) μία από τις τέσσερεις πρώτες Αττικές φυλές
β) πιθ. αυτοί που τελούν τα μυστήρια, ιερείς
γ) οι γεωργοί
20. φρ. «ὅρκια τελῶ» — επιβεβαιώνω όρκο (Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από θ. τελεσ- τού τέλος* (πρβλ. τέλος: τέλεος: τέλειος*). Το σιγμόληκτο θ. τού ρήματος φαίνεται καθαρά στους υπόλοιπους χρόνους (πρβλ. αόρ. τελέσ[σ]αι παθ. αόρ. τελεσ-θῆναι, παρακμ. τε-τέλεσ-μαι) και επίσης στα παράγωγα τέλεσμα, τελεστής, τέλεσις. Οι τ. τού ενεργ. και μέσου παρακμ. τετέληκα και τετέλημαι έχουν σχηματιστεί κατά τους τ. τού παρακμ. τού ρ. φιλέω, - (για τις σημ. τού ρ. βλ. λ. τέλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τελώ — τελώ, τέλεσα βλ. πίν. 76 Σημειώσεις: τελώ : η μτχ. τετελεσμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο σε εκφρ. όπως: προ τετελεσμένων γεγονότων (→ μπροστά σε ήδη διαμορφωμένη κατάσταση, σε ήδη συντελεσμένες πράξεις) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τελώ — τέλεσα, τελέστηκα, (τε)τελεσμένος 1. μτβ., πραγματοποιώ, κάνω: Τελώ τους γάμους μου. 2. αμτβ., είμαι, βρίσκομαι: Τελεί προφυλακισμένος. 3. το μέσ., τελούμαι πραγματοποιούμαι, γίνομαι: Τελέστηκαν τα εγκαίνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελῶ — τέλλω accomplish fut ind act 1st sg (attic epic doric) τελέω fulfil fut ind act 1st sg (attic epic doric) τελέω fulfil pres subj act 1st sg (attic epic doric) τελέω fulfil pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ТЕЛОНЫ —    • Τελω̃ναι,          см. Πρόσοδοι Доходы государства, 1, 7 и 8 …   Реальный словарь классических древностей

  • ιερουργώ — (ΑΜ ἱερουργῶ, έω) [ιερουργός] τελώ θρησκευτικές τελετές ως ιερέας, ιδίως τελώ τη θεία λειτουργία, τελώ καθήκοντα ιερέα («στις μεγάλες εορτές έρχεται και ιερουργεί ο δεσπότης») νεοελλ. φρ. «ιερουργούμενοι ναοί» οι λειτουργούμενοι τακτικά ναοί αρχ …   Dictionary of Greek

  • μυσταγωγώ — (ΑΜ μυσταγωγῶ έω) [μυσταγωγός] 1. εισάγω, μυώ κάποιον στα μυστήρια, κατηχώ 2. τελώ τη θεία μυσταγωγία, τη θεία λειτουργία, ιερουργώ αρχ. 1. τελώ ιεροτελεστίες 2. μτφ. οδηγώ, καθοδηγώ («ὁ γοῡν ἡμέτερος ξένος, ἀνήρ τῶν ἐντίμων, αὐτόθι μυσταγωγῶν,… …   Dictionary of Greek

  • αρραβωνιάζω — (Μ ἀρραβωνιάζω) 1. τελώ τον αρραβώνα κάποιου 2. μέσ. ( ομαι) τελώ τον αρραβώνα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. μτγν.) αρραβωνίζομαι*, κατά τα ρ. σε ιάζω] …   Dictionary of Greek

  • εφαγνίζω — ἐφαγνίζω και δ. αν. αφαγνίζω* (Α) τελώ ιερή λατρεία, τελετή, ειδ. νεκρική θυσία, τελώ τις καθιερωμένες τελετές προς τους νεκρούς («Ἐτεοκλέα μέν... τάφῳ κρύψαι καὶ τὰ πάντ ἐφαγνίσαι [δ. αν. ἀφαγνίσαι]», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁγνίζω (<… …   Dictionary of Greek

  • στεφανώνω — στεφανῶ, όω, ΝΜΑ [στέφανος] 1. τοποθετώ στεφάνι στο κεφάλι κάποιου («Ὀρέστην... στεφανοῡν», Ευρ.) 2. (κατ επέκτ.) απονέμω στέφανο ως βραβείο, επιβραβεύω («στεφάνῳ σε χρυσῷ... σοφίας οὕνεκα στεφανοῡσι καὶ τιμῶσιν», Αριστοφ.) 3. επιθέτω στο κεφάλι… …   Dictionary of Greek

  • συνιερολογώ — έω, Μ μετέχω σε ιερολογία, τελώ μαζί με άλλους την ίδια ιεροπραξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἱερολογῶ «ευλογώ, τελώ ιεροπραξία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”